- ἀρτοπώλιδες
- ἀρτόπωλιςbaker'sfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ПРОДАВЩИЦЫ ХЛЕБА — • Άρτοπώλιδες. Хлеб, приготовлявшийся обыкновенно из пшеницы и ячменя, не пекли дома, а покупали на рынке или на улицах у особых продавщиц. Последним приписывалось особенное умение браниться (λοιδορει̃σφαι ωσπερ αρτοπώλιδας, Arist … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
Έρμιππος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας (5ος αι. π.Χ). Ήταν σύγχρονος του Κρατίνου και του Ευπόλιδα. Από τα σαράντα έργα του, μόνο δέκα τίτλοι είναι γνωστοί (Αγαμέμνων, Αθηνάς γοναί, Αρτοπώλιδες,… … Dictionary of Greek